
Κώστας Ράπτης – Unfollow
Μόλις λίγα 24ωρα μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η Σούζαν Σόνταγκ, σε ένα άρθρο της το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης κατακραυγής, καθότι παρέκκλινε από το κλίμα εθνικής συστράτευσης εκείνων των ημερών, προειδοποιούσε: «Ας πενθήσουμε με κάθε τρόπο από κοινού. Αλλά ας μην αποβλακωθούμε από κοινού».¹ Την αγανάκτηση της Σόνταγκ κινητοποιούσε η καταθλιπτική αποσύνδεση ανάμεσα στην «τερατώδη δόση πραγματικότητας» που συνιστούσαν οι επιθέσεις και τη «φαρισαϊκή μωρολογία» του δημόσιου λόγου – κυρίως δε η αντικατάσταση της δημοκρατικής πολιτικής (που προϋποθέτει τη διαφωνία και προωθεί την ευθύτητα) από την ψυχοθεραπεία. Σε ό,τι η ίδια χαρακτήριζε ως «εκστρατεία νηπιοποίησης του κοινού» διέκρινε την προσπάθεια να κρατηθούν οι πολλοί έξω από μίαν ανοιχτή συζήτηση από τα πραγματικά ερωτήματα που αναδείκνυαν οι επιθέσεις – κυρίως να αποτραπεί η αναγνώριση του γεγονότος ότι η «δειλή» επίθεση στον «πολιτισμό» ή την «ελευθερία» ή την «ανθρωπότητα» ήταν πολύ πιο πεζά μια επίθεση στην αυτοανακηρυχθείσα υπερδύναμη του πλανήτη, ως συνέπεια συγκεκριμένων αμερικανικών συμμαχιών και πράξεων.
Μιάμιση δεκαετία, η «φαρισαϊκή μωρολογία» που ερέθιζε την αμερικανίδα κριτικό δεν δείχνει να έχει δώσει τη θέση της σε μια περισσότερο ειλικρινή και γειωμένη συζήτηση για το φαινόμενο της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Συμβαίνει βέβαια κατά τη χρονική περίοδο που μεσολάβησε να έχουν δοκιμαστεί συγκεκριμένες και άκρως καταστροφικές απαντήσεις στο φαινόμενο, που οδήγησαν στην αναβάθμισή του με ποσοτικά και ποιοτικά άλματα. Συμβαίνει, επίσης, να έχουν προκύψει νέες, αν και παραδοσιακές στη φύση τους, προκλήσεις απέναντι στη Δύση (η ανάδυση της Κίνας, η ανάκαμψη της Ρωσίας), οι οποίες σε συναναστροφές από τις οποίες απουσιάζουν τα γυναικόπαιδα (π.χ. σε ημερίδες αμερικανικής «υψηλής στρατηγικής») κατονομάζονται ως πολύ σοβαρότερες, αν όχι για την «ανθρωπότητα», τουλάχιστον για το τμήμα της που δικαιωματικά ασκεί την πλανητική πρωτοκαθεδρία, απ’ ό,τι η απειλή για τον τρόπο ζωής μας που συνιστά ο θρησκευτικός φανατισμός. Συμβαίνει, τέλος, αυτοί οι συμπρωταγωνιστές της νεοψυχροπολεμικής αντιπα-ράθεσης να έχουν πολύ καθαρότερο μητρώο σε σύγκριση με το παιχνίδι «ανοχής―εργαλειοποίησης―υπόγειας ενίσχυσης― σύγκρουσης―και πάλι από την αρχή» που αρέσκεται, παρά το όποιο κατά καιρούς τίμημα, να παίζει ο «πολιτισμός μας» ―ή έστω οι αναντικατάστατοι περιφερειακοί του πελάτες― με τους «τζιχαντιστές».²
Η συνέχεια καταγράφεται καθημερινά στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων: από την επιμονή, ενάμιση χρόνο μετά τη θεαματική εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους, στην «αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό» ως πρώτη προτεραιότητα και από την αδυναμία, ακόμη και μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, επίτευξης ενός στοιχειώδους διεθνούς συντονισμού απέναντι στο «Χαλιφάτο».
Ωστόσο, η έγερση πολιτικών ερωτημάτων φαντάζει ύβρις σε ένα περιβάλλον δημόσιου λόγου όπου κυριαρχεί η ρητορική του «πολέμου» και μάλιστα μεταξύ των «πολιτισμών». Ρητορική οπωσδήποτε παράδοξη, αφού μοιάζει να αντλεί τη δύναμή της κατεξοχήν από τις αντιφάσεις της – και την εγγυημένη αποτυχία των επιλογών που εμπνέει.
Διότι βέβαια αν ο πόλεμος είναι «πολιτισμικός», τότε τα «μέτωπά» του είναι παντού και πουθενά, η «στρατηγική εξόδου» του χάνεται κάπου στον ορίζοντα του χρόνου, ενώ οι «αντικειμενικοί σκοποί» του, όπως λένε και στη στρατιωτική ορολογία, ταυτίζονται με τη διαιώνιση της κατάστασης «επιστράτευσης».
Θα διεξαγάγουμε αεροπορικές επιδρομές στη Συρία ενισχύοντας την αποσταθεροποίηση της περιοχής, αλλά όχι και τις χερσαίες επιχειρήσεις, που θα μπορούσαν να έχουν μιαν αποτελεσματικότητα, διότι η πρόσφατη εμπειρία είναι πικρά. Θα καταγγείλουμε τον συριακό στρατό, τους Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης και τη Χεζμπολάχ που δίνουν αυτή τη μάχη επί του εδάφους, αλλά όχι και την Τουρκία ή τις αραβικές μοναρχίες, παρότι διέρρευσε το «κοινό μυστικό» των πολλαπλών δεσμών που τις συνδέουν με τους τζιχαντιστές. Θα πειραματιστούμε με την ιδέα ενίσχυσης των Κούρδων, προσπαθώντας να ευθυγραμμίσουμε αυτούς που είναι αρεστοί στην Άγκυρα, από αυτούς που δεν είναι. Κυρίως δε, θα οχυρώσουμε τις δικές μας κοινωνίες. Θα υπερασπισθούμε τον πολιτισμό μας, τη στιγμή που παντί τρόπω θα κατεδαφίζουμε τα νομικοπολιτικά του κεκτημένα, διότι προφανώς η επιτομή του πολιτισμού μας συνίσταται στη δυνατότητα να συχνάζει κανείς χωρίς κίνδυνο σε ένα μπιστρό ή σε μια συναυλία. Δεν θα υποκύψουμε στο μίσος, απλώς θα «πούμε επιτέλους την αλήθεια» για τη βαρβαρική ουσία του Ισλάμ. Και όπως μας παροτρύνουν οι πολιτικές μας ηγεσίες, δεν θα υποκύψουμε στο φόβο, παρότι ταυτοχρόνως μας εκπέμπουν διαρκώς το μήνυμα ότι ο φόβος είναι ακριβώς η νέα κανονικότητα.
Οι ψυχοεπιστήμονες θα μιλούσαν ίσως για μια κατάσταση «διπλοσυνδετική» (doublebind), που ως γνωστόν γεννά την ψύχωση.³
Άλλοι πάλι απλώς θα στέκονταν στην ειρωνεία του πράγματος, καθώς η ανταπόκριση των δυτικών κοινωνιών στην πρόκληση των τρομοκρατικών επιθέσεων μοιάζει με μια «ξέφρενη θεολογία που έχει βαλθεί να καταστρέψει τις ελευθερίες μας», σαν να ήταν η ίδια βγαλμένη από κάποιο εγχειρίδιο των τζιχαντιστών. Σαν αντικριστοί καθρέφτες που αναπαράγουν επ’ άπειρον το είδωλο του κενού.
Τι είναι και τι θέλουν;
Το παιχνίδι αυτό του «ειδώλου του ειδώλου» εικονογραφούν χαρακτηριστικά ορισμένες ιδιαιτερότητες της ανάδυσης του Ισλαμικού Κράτους, τις οποίες δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε η οριενταλιστική ματιά που διακρίνει απλώς την επιστροφή μιας παραδοσιοκρατίας ανεπίδεκτης συγχρονισμού με τους καιρούς, ούτε ο μάλλον παρωχημένος αντι-ιμπεριαλισμός που βλέπει στο φαινόμενο μιαν, έστω και στρεβλή, εκδοχή απάντησης στη δυτική (μετ)αποικιοκρατική επιθετικότητα.

Η διαφορά του Ισλαμικού Κράτους λ.χ. από την αλ Κάιντα έγκειται στην εγκατάλειψη της αποκαλυπτικής προσμονής χάριν μιας εδώ και τώρα οικοδόμησης του «Χαλιφάτου», χρησιμοποιώντας έτσι το ουαχαμπικό δόγμα ενάντια στην εξουσία του Οίκου των Σαούντ που αυτό έως τώρα στηρίζει. Συνίσταται, επίσης, σε ένα άλμα από την παλαιότερη μορφή των τρομοκρατικών δικτύων στη διεκδίκηση μιας συγκεκριμένης εδαφικότητας – και μάλιστα τη στιγμή ακριβώς που τα υφιστάμενα σύνορα στην περιοχή καταλύονται, όπως μαρτυρούν και οι προσφυγικές ροές, από τη βαθιά απαξίωση των δοκιμασμένων σχεδίων κρατικής οικοδόμησης στα μάτια των ίδιων τους των πληθυσμών.4
Η στελέχωση, πάλι, του Ισλαμικού Κράτους δεν δείχνει να επιβεβαιώνει τα προκατασκευσμένα σχήματα. Πρόκειται μάλιστα για ένα ζήτημα στο οποίο αξίζει να δοθεί μεγάλη προσοχή, καθώς το Ισλαμικό Κράτος περιλαμβάνει τουλάχιστον 30.000 μαχητές εκ των οποίων οι μισοί προέρχονται από το σουνιτικό στοιχείο της Συρίας και του Ιράκ και οι άλλοι μισοί έχουν στρατολογηθεί από περίπου 50 χώρες του πλανήτη, σε μια «μαύρη αντιστροφή» των Διεθνών Ταξιαρχιών του Ισπανικού Εμφυλίου, καθώς από τότε είχε να υπάρξει τόσο μεγάλης έκτασης εμπλοκή εθελοντών σε μιαν ένοπλη σύρραξη σε ξένη χώρα.
Για την πρώτη κατηγορία, η εικόνα που προκύπτει περισσότερο παραπέμπει σε καθαρά τοπικά συμφραζόμενα, ήτοι σε μιαν εθνικιστική εξέγερση που έχει ντυθεί ―όχι με μεγάλη συνέπεια― τα χρώματα θρησκευτικού κινήματος. Σε επίπεδο ηγεσίας γνωρίζουμε ότι καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος πρώην μπααθικών στοιχείων του ιρακινού στρατού που διαλύθηκε μετά την αμερικανική εισβολή αλλά και της γραφειοκρατίας που επιτρέπει στο Ισλαμικό Κράτος να διαχειρίζεται την καθημερινότητα των πόλεων που ελέγχει. Σε επίπεδο «πεζικάριων», πάλι, εντυπωσιάζει, σε όσες έρευνες έχουν υπάρξει σχετικά,5 η απουσία ιδιαίτερων θρησκευτικών αναφορών και η εγκοσμιότητα των κινήτρων τους, που έχουν να κάνουν με την έλλειψη ασφάλειας στο τοπίο που προέκυψε μετά το 2006, με την κλιμάκωση του εμφυλίου πολέμου σουνιτών-σιιτών, τη διεκδίκηση αξιοπρέπειας και την αίσθηση αποπροσανατολισμού σε μια γενιά που μεγάλωσε δίχως εφηβεία στον απόηχο της αμερικανικής εισβολής.
Οι δε εθελοντές από το εξωτερικό αποτελούν το αντικείμενο μιας εξαιρετικά συστηματικής και μακρόχρoνης προσπάθειας στρατολόγησης, που παραπέμπει σε κρατικές δεξιότητες και αξίζει να μελετηθεί περισσότερο. Πάντως, για τους προερχόμενους από τη Δύση είναι πολύ διαφωτιστικά τα όσα παρατηρεί ο ισλαμολόγος Olivier Roy σχετικά με τους τζιχαντιστικούς πυρήνες στη Γαλλία.6 Το προφίλ τους είναι σταθερό από τα μέσα της δεκαετίας του ’90: πρόκειται είτε για μετανάστες δεύτερης γενιάς ―ουδέποτε της πρώτης ή της τρίτης, γιατί δεν αντιμετωπίζουν εφάμιλλα ζητήματα ταυτότητας―, είτε σε ποσοστό τουλάχιστον 25% για προσήλυτους Γάλλους «από κούνια».
Και στις δύο περιπτώσεις δεν έχουμε να κάνουμε με ριζοσπαστικοποίηση της θρησκευτικότητάς τους, αλλά με θρησκειοποίηση της ριζοσπαστικοποίησής τους. Πρόκειται για νεολαίους μη ενταγμένους στις ισλαμικές κοινοτικές δομές, συνήθως μικροποινικούς, σε ρήξη με τις οικογένειές τους και την παράδοση που ενσαρκώνουν, χωρίς παρελθόν ευσεβών πρακτικών, οι οποίοι προσχωρούν με ατομικό τρόπο σε μια μηδενιστική εξέγερση, με έμβλημα ένα Ισλάμ δικής τους κοπής.
Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς το εύρημα δημοσκόπησης του ICM για τη Rossiya Segodnya τον περασμένο Αύγουστο, σύμφωνα με το οποίο το 16% των κατοίκων της Γαλλίας έχει θετική άποψη για το Ισλαμικό Κράτος, ποσοστό που εκτινάσσεται στο 27% στις ηλικίες 18-24 ετών. Υπενθυμίζεται ότι το μουσουλμανικό στοιχείο αντιπροσωπεύει το 8%-10% του γαλλικού πληθυσμού και ότι έρευνα του Ifop την ίδια περίπου περίοδο απέδιδε στον πρόεδρο Hollande ποσοστά δημοτικότητας της τάξης του 18%…
Η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και η μηδενιστική οργή είναι, αλίμονο, και αυτά πλευρές του «πολιτισμού μας».
____
¹ “Tuesday, and After”, The New Yorker, τ. 24ης Σεπτεμβρίου 2001.
2 Βλ. ενδεικτικά, Nafeez Ahmed, “NATO is harbouring the Islamic State”, και Seumas Milne, “Now the truth emerges: how the US fuelled the rise of Isis in Syria and Iraq”.
3 Επαναλαμβανόμενη εκπομπή μιας πρωτεύουσας εντολής και ταυτόχρονα, συνήθως εξωλεκτικά, μιας δευτερεύουσας που την ακυρώνει.
4 Βλ. Robert Fisk, “Isis: In a borderless world, the days when we could fight foreign wars and be safe at home may be long gone”, The Independent, 20 Νοεμβρίου 2015.
5 Lydia Wilson, “What I Discovered From Interviewing Imprisoned ISIS Fighters”.
6 “Le djihadisme est une révolte générationnelle et nihiliste”, Le Monde, 24 Νοεμβρίου 2015.
December 7, 2015
Δύση και τζιχαντιστές: Αντικριστοί καθρέφτες
Κώστας Ράπτης – Unfollow
Μόλις λίγα 24ωρα μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η Σούζαν Σόνταγκ, σε ένα άρθρο της το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης κατακραυγής, καθότι παρέκκλινε από το κλίμα εθνικής συστράτευσης εκείνων των ημερών, προειδοποιούσε: «Ας πενθήσουμε με κάθε τρόπο από κοινού. Αλλά ας μην αποβλακωθούμε από κοινού».¹ Την αγανάκτηση της Σόνταγκ κινητοποιούσε η καταθλιπτική αποσύνδεση ανάμεσα στην «τερατώδη δόση πραγματικότητας» που συνιστούσαν οι επιθέσεις και τη «φαρισαϊκή μωρολογία» του δημόσιου λόγου – κυρίως δε η αντικατάσταση της δημοκρατικής πολιτικής (που προϋποθέτει τη διαφωνία και προωθεί την ευθύτητα) από την ψυχοθεραπεία. Σε ό,τι η ίδια χαρακτήριζε ως «εκστρατεία νηπιοποίησης του κοινού» διέκρινε την προσπάθεια να κρατηθούν οι πολλοί έξω από μίαν ανοιχτή συζήτηση από τα πραγματικά ερωτήματα που αναδείκνυαν οι επιθέσεις – κυρίως να αποτραπεί η αναγνώριση του γεγονότος ότι η «δειλή» επίθεση στον «πολιτισμό» ή την «ελευθερία» ή την «ανθρωπότητα» ήταν πολύ πιο πεζά μια επίθεση στην αυτοανακηρυχθείσα υπερδύναμη του πλανήτη, ως συνέπεια συγκεκριμένων αμερικανικών συμμαχιών και πράξεων.
Μιάμιση δεκαετία, η «φαρισαϊκή μωρολογία» που ερέθιζε την αμερικανίδα κριτικό δεν δείχνει να έχει δώσει τη θέση της σε μια περισσότερο ειλικρινή και γειωμένη συζήτηση για το φαινόμενο της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Συμβαίνει βέβαια κατά τη χρονική περίοδο που μεσολάβησε να έχουν δοκιμαστεί συγκεκριμένες και άκρως καταστροφικές απαντήσεις στο φαινόμενο, που οδήγησαν στην αναβάθμισή του με ποσοτικά και ποιοτικά άλματα. Συμβαίνει, επίσης, να έχουν προκύψει νέες, αν και παραδοσιακές στη φύση τους, προκλήσεις απέναντι στη Δύση (η ανάδυση της Κίνας, η ανάκαμψη της Ρωσίας), οι οποίες σε συναναστροφές από τις οποίες απουσιάζουν τα γυναικόπαιδα (π.χ. σε ημερίδες αμερικανικής «υψηλής στρατηγικής») κατονομάζονται ως πολύ σοβαρότερες, αν όχι για την «ανθρωπότητα», τουλάχιστον για το τμήμα της που δικαιωματικά ασκεί την πλανητική πρωτοκαθεδρία, απ’ ό,τι η απειλή για τον τρόπο ζωής μας που συνιστά ο θρησκευτικός φανατισμός. Συμβαίνει, τέλος, αυτοί οι συμπρωταγωνιστές της νεοψυχροπολεμικής αντιπα-ράθεσης να έχουν πολύ καθαρότερο μητρώο σε σύγκριση με το παιχνίδι «ανοχής―εργαλειοποίησης―υπόγειας ενίσχυσης― σύγκρουσης―και πάλι από την αρχή» που αρέσκεται, παρά το όποιο κατά καιρούς τίμημα, να παίζει ο «πολιτισμός μας» ―ή έστω οι αναντικατάστατοι περιφερειακοί του πελάτες― με τους «τζιχαντιστές».²
Η συνέχεια καταγράφεται καθημερινά στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων: από την επιμονή, ενάμιση χρόνο μετά τη θεαματική εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους, στην «αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό» ως πρώτη προτεραιότητα και από την αδυναμία, ακόμη και μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, επίτευξης ενός στοιχειώδους διεθνούς συντονισμού απέναντι στο «Χαλιφάτο».
Ωστόσο, η έγερση πολιτικών ερωτημάτων φαντάζει ύβρις σε ένα περιβάλλον δημόσιου λόγου όπου κυριαρχεί η ρητορική του «πολέμου» και μάλιστα μεταξύ των «πολιτισμών». Ρητορική οπωσδήποτε παράδοξη, αφού μοιάζει να αντλεί τη δύναμή της κατεξοχήν από τις αντιφάσεις της – και την εγγυημένη αποτυχία των επιλογών που εμπνέει.
Διότι βέβαια αν ο πόλεμος είναι «πολιτισμικός», τότε τα «μέτωπά» του είναι παντού και πουθενά, η «στρατηγική εξόδου» του χάνεται κάπου στον ορίζοντα του χρόνου, ενώ οι «αντικειμενικοί σκοποί» του, όπως λένε και στη στρατιωτική ορολογία, ταυτίζονται με τη διαιώνιση της κατάστασης «επιστράτευσης».
Θα διεξαγάγουμε αεροπορικές επιδρομές στη Συρία ενισχύοντας την αποσταθεροποίηση της περιοχής, αλλά όχι και τις χερσαίες επιχειρήσεις, που θα μπορούσαν να έχουν μιαν αποτελεσματικότητα, διότι η πρόσφατη εμπειρία είναι πικρά. Θα καταγγείλουμε τον συριακό στρατό, τους Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης και τη Χεζμπολάχ που δίνουν αυτή τη μάχη επί του εδάφους, αλλά όχι και την Τουρκία ή τις αραβικές μοναρχίες, παρότι διέρρευσε το «κοινό μυστικό» των πολλαπλών δεσμών που τις συνδέουν με τους τζιχαντιστές. Θα πειραματιστούμε με την ιδέα ενίσχυσης των Κούρδων, προσπαθώντας να ευθυγραμμίσουμε αυτούς που είναι αρεστοί στην Άγκυρα, από αυτούς που δεν είναι. Κυρίως δε, θα οχυρώσουμε τις δικές μας κοινωνίες. Θα υπερασπισθούμε τον πολιτισμό μας, τη στιγμή που παντί τρόπω θα κατεδαφίζουμε τα νομικοπολιτικά του κεκτημένα, διότι προφανώς η επιτομή του πολιτισμού μας συνίσταται στη δυνατότητα να συχνάζει κανείς χωρίς κίνδυνο σε ένα μπιστρό ή σε μια συναυλία. Δεν θα υποκύψουμε στο μίσος, απλώς θα «πούμε επιτέλους την αλήθεια» για τη βαρβαρική ουσία του Ισλάμ. Και όπως μας παροτρύνουν οι πολιτικές μας ηγεσίες, δεν θα υποκύψουμε στο φόβο, παρότι ταυτοχρόνως μας εκπέμπουν διαρκώς το μήνυμα ότι ο φόβος είναι ακριβώς η νέα κανονικότητα.
Οι ψυχοεπιστήμονες θα μιλούσαν ίσως για μια κατάσταση «διπλοσυνδετική» (doublebind), που ως γνωστόν γεννά την ψύχωση.³
Άλλοι πάλι απλώς θα στέκονταν στην ειρωνεία του πράγματος, καθώς η ανταπόκριση των δυτικών κοινωνιών στην πρόκληση των τρομοκρατικών επιθέσεων μοιάζει με μια «ξέφρενη θεολογία που έχει βαλθεί να καταστρέψει τις ελευθερίες μας», σαν να ήταν η ίδια βγαλμένη από κάποιο εγχειρίδιο των τζιχαντιστών. Σαν αντικριστοί καθρέφτες που αναπαράγουν επ’ άπειρον το είδωλο του κενού.
Τι είναι και τι θέλουν;
Το παιχνίδι αυτό του «ειδώλου του ειδώλου» εικονογραφούν χαρακτηριστικά ορισμένες ιδιαιτερότητες της ανάδυσης του Ισλαμικού Κράτους, τις οποίες δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε η οριενταλιστική ματιά που διακρίνει απλώς την επιστροφή μιας παραδοσιοκρατίας ανεπίδεκτης συγχρονισμού με τους καιρούς, ούτε ο μάλλον παρωχημένος αντι-ιμπεριαλισμός που βλέπει στο φαινόμενο μιαν, έστω και στρεβλή, εκδοχή απάντησης στη δυτική (μετ)αποικιοκρατική επιθετικότητα.
Η διαφορά του Ισλαμικού Κράτους λ.χ. από την αλ Κάιντα έγκειται στην εγκατάλειψη της αποκαλυπτικής προσμονής χάριν μιας εδώ και τώρα οικοδόμησης του «Χαλιφάτου», χρησιμοποιώντας έτσι το ουαχαμπικό δόγμα ενάντια στην εξουσία του Οίκου των Σαούντ που αυτό έως τώρα στηρίζει. Συνίσταται, επίσης, σε ένα άλμα από την παλαιότερη μορφή των τρομοκρατικών δικτύων στη διεκδίκηση μιας συγκεκριμένης εδαφικότητας – και μάλιστα τη στιγμή ακριβώς που τα υφιστάμενα σύνορα στην περιοχή καταλύονται, όπως μαρτυρούν και οι προσφυγικές ροές, από τη βαθιά απαξίωση των δοκιμασμένων σχεδίων κρατικής οικοδόμησης στα μάτια των ίδιων τους των πληθυσμών.4
Η στελέχωση, πάλι, του Ισλαμικού Κράτους δεν δείχνει να επιβεβαιώνει τα προκατασκευσμένα σχήματα. Πρόκειται μάλιστα για ένα ζήτημα στο οποίο αξίζει να δοθεί μεγάλη προσοχή, καθώς το Ισλαμικό Κράτος περιλαμβάνει τουλάχιστον 30.000 μαχητές εκ των οποίων οι μισοί προέρχονται από το σουνιτικό στοιχείο της Συρίας και του Ιράκ και οι άλλοι μισοί έχουν στρατολογηθεί από περίπου 50 χώρες του πλανήτη, σε μια «μαύρη αντιστροφή» των Διεθνών Ταξιαρχιών του Ισπανικού Εμφυλίου, καθώς από τότε είχε να υπάρξει τόσο μεγάλης έκτασης εμπλοκή εθελοντών σε μιαν ένοπλη σύρραξη σε ξένη χώρα.
Για την πρώτη κατηγορία, η εικόνα που προκύπτει περισσότερο παραπέμπει σε καθαρά τοπικά συμφραζόμενα, ήτοι σε μιαν εθνικιστική εξέγερση που έχει ντυθεί ―όχι με μεγάλη συνέπεια― τα χρώματα θρησκευτικού κινήματος. Σε επίπεδο ηγεσίας γνωρίζουμε ότι καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος πρώην μπααθικών στοιχείων του ιρακινού στρατού που διαλύθηκε μετά την αμερικανική εισβολή αλλά και της γραφειοκρατίας που επιτρέπει στο Ισλαμικό Κράτος να διαχειρίζεται την καθημερινότητα των πόλεων που ελέγχει. Σε επίπεδο «πεζικάριων», πάλι, εντυπωσιάζει, σε όσες έρευνες έχουν υπάρξει σχετικά,5 η απουσία ιδιαίτερων θρησκευτικών αναφορών και η εγκοσμιότητα των κινήτρων τους, που έχουν να κάνουν με την έλλειψη ασφάλειας στο τοπίο που προέκυψε μετά το 2006, με την κλιμάκωση του εμφυλίου πολέμου σουνιτών-σιιτών, τη διεκδίκηση αξιοπρέπειας και την αίσθηση αποπροσανατολισμού σε μια γενιά που μεγάλωσε δίχως εφηβεία στον απόηχο της αμερικανικής εισβολής.
Οι δε εθελοντές από το εξωτερικό αποτελούν το αντικείμενο μιας εξαιρετικά συστηματικής και μακρόχρoνης προσπάθειας στρατολόγησης, που παραπέμπει σε κρατικές δεξιότητες και αξίζει να μελετηθεί περισσότερο. Πάντως, για τους προερχόμενους από τη Δύση είναι πολύ διαφωτιστικά τα όσα παρατηρεί ο ισλαμολόγος Olivier Roy σχετικά με τους τζιχαντιστικούς πυρήνες στη Γαλλία.6 Το προφίλ τους είναι σταθερό από τα μέσα της δεκαετίας του ’90: πρόκειται είτε για μετανάστες δεύτερης γενιάς ―ουδέποτε της πρώτης ή της τρίτης, γιατί δεν αντιμετωπίζουν εφάμιλλα ζητήματα ταυτότητας―, είτε σε ποσοστό τουλάχιστον 25% για προσήλυτους Γάλλους «από κούνια».
Και στις δύο περιπτώσεις δεν έχουμε να κάνουμε με ριζοσπαστικοποίηση της θρησκευτικότητάς τους, αλλά με θρησκειοποίηση της ριζοσπαστικοποίησής τους. Πρόκειται για νεολαίους μη ενταγμένους στις ισλαμικές κοινοτικές δομές, συνήθως μικροποινικούς, σε ρήξη με τις οικογένειές τους και την παράδοση που ενσαρκώνουν, χωρίς παρελθόν ευσεβών πρακτικών, οι οποίοι προσχωρούν με ατομικό τρόπο σε μια μηδενιστική εξέγερση, με έμβλημα ένα Ισλάμ δικής τους κοπής.
Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς το εύρημα δημοσκόπησης του ICM για τη Rossiya Segodnya τον περασμένο Αύγουστο, σύμφωνα με το οποίο το 16% των κατοίκων της Γαλλίας έχει θετική άποψη για το Ισλαμικό Κράτος, ποσοστό που εκτινάσσεται στο 27% στις ηλικίες 18-24 ετών. Υπενθυμίζεται ότι το μουσουλμανικό στοιχείο αντιπροσωπεύει το 8%-10% του γαλλικού πληθυσμού και ότι έρευνα του Ifop την ίδια περίπου περίοδο απέδιδε στον πρόεδρο Hollande ποσοστά δημοτικότητας της τάξης του 18%…
Η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και η μηδενιστική οργή είναι, αλίμονο, και αυτά πλευρές του «πολιτισμού μας».
____
¹ “Tuesday, and After”, The New Yorker, τ. 24ης Σεπτεμβρίου 2001.
2 Βλ. ενδεικτικά, Nafeez Ahmed, “NATO is harbouring the Islamic State”, και Seumas Milne, “Now the truth emerges: how the US fuelled the rise of Isis in Syria and Iraq”.
3 Επαναλαμβανόμενη εκπομπή μιας πρωτεύουσας εντολής και ταυτόχρονα, συνήθως εξωλεκτικά, μιας δευτερεύουσας που την ακυρώνει.
4 Βλ. Robert Fisk, “Isis: In a borderless world, the days when we could fight foreign wars and be safe at home may be long gone”, The Independent, 20 Νοεμβρίου 2015.
5 Lydia Wilson, “What I Discovered From Interviewing Imprisoned ISIS Fighters”.
6 “Le djihadisme est une révolte générationnelle et nihiliste”, Le Monde, 24 Νοεμβρίου 2015.
By oreinos Άρθρα No comments